βαναυσικός

βαναυσικός
βᾰναυσ-ικός, ή, όν,
A of or for artisans:

τέχνη β.

handicraft,

X. Smp.3.4

, Oec.4.2;

τὸ β. Arist.Pol.1321a6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαναυσικός — βαναυσικός, ή, όν (Α) [βάναυσος] 1. ο σχετικός με τον χειρώνακτα 2. το θηλ. ως ουσ. η βαναυσική η χειρωναξία 3. το ουδ. ως ουσ. το βαναυσικόν η χειρωναξία …   Dictionary of Greek

  • βαναυσικωτέρων — βαναυσικός of fem gen comp pl βαναυσικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσικῶν — βαναυσικός of fem gen pl βαναυσικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσικόν — βαναυσικός of masc acc sg βαναυσικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσικαί — βαναυσικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσικῆς — βαναυσικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσικῇ — βαναυσικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσικήν — βαναυσικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Banausos — (Ancient Greek polytonic|βάναυσος, plural polytonic|βάναυσοι, banausoi ) is an epithet of the class of manual laborers or artisans in Ancient Greece. The related abstract noun polytonic|βαναυσία ndash; banausia is defined by Hesychius as every… …   Wikipedia

  • βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՐԲՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0604 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 12c ա. χαλκευτικός fabrilis Սեպհական դարբնաց եւ դարբնաթեան. *Ոմանք յարուեստից գործականք են. հիւսնական, դարբնական. Փիլ. այլաբ.: *Դարբնական փուք. Շ. թղթ.: Կամ βάναυσος, βαναυσικός… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”